- περιδώμεθον
- περιδώμεθον: see περιδίδωμι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιδώμεθον — περιδέω bind pres subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) περιδίδομαι aor subj act 1st dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] … Dictionary of Greek